- ομόβουλος
- ὁμόβουλος, -ον (Μ)αυτός που έχει την ίδια βούληση με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -βουλος (< βουλή), πρβλ. κοινό-βουλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ՀԱՄԱԽՈՀ — (ի, ից կամ աց.) NBH 2 0015 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c, 14c ա. ՀԱՄԱԽՈՀ ՀԱՄԱԽՈՐՀ. ὀμόβουλος, σύμβουλος qui ejusdem est consilii, et voluntatis եւ συνισάμενος conspiratus, conjuratus. որ եւ ՀԱՄԱԽՈՀԱԿ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԱՄԱԽՈՐՀ — (ի, ից կամ աց.) NBH 2 0015 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c, 14c ա. ՀԱՄԱԽՈՀ ՀԱՄԱԽՈՐՀ. ὀμόβουλος, σύμβουλος qui ejusdem est consilii, et voluntatis եւ συνισάμενος conspiratus, conjuratus. որ եւ ՀԱՄԱԽՈՀԱԿ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԱՄԱԿԱՄ — ( ) NBH 2 0015 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c ա. ὀμόβουλος, ὀμόνους concors, unanimis Միակամ. միախոհ. համամիտ. միաբան. կամակից. *Քրիստոս համակամ եւ համագործ է ընդ հօր. Ագաթ.: *Եւ ոչ որդի հակառակ իցէ ծնողին, այլ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄԻԱԿԱՄ — ( ) NBH 2 0265 Chronological Sequence: Early classical, 9c, 11c, 12c ա.մ. ὀμόβουλος, ὀμόθυμος, ὀμόνοος unanimis, concors ὀμοθυμαδόν uno animo, concordi voluntate. Որոց մի է կամք. համակամ. կամակից. միախորհ. համամիտ. եւ Միով կամօք. *Նշանակ է միակամ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)